- ἐξανιών
- ἐξάνειμιgo forth frompres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάνειμι — ἐξάνειμι (Α) [ἄνειμι] 1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, (για αστέρι) ανατέλλω («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», Θεόκρ.) 2. πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.) 3. ξανάρχομαι, επιστρέφω («ἄγρης ἐξανιών», ύμν … Dictionary of Greek